Η εποχή που όλοι πληρώνονταν με... βότκες
Ακόμα ακι οι δάσκαλοι
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 29/12/2025 | 00:01

Στη Ρωσία της δεκαετίας του ’90, τα χρήματα δεν είχαν πάντα αξία. Όταν οι γονείς της Evgeniia Pletneva έχτιζαν το σπίτι τους κοντά στην Αγία Πετρούπολη, υλικά όπως καρφιά, πόρτες και ξύλα δεν υπήρχαν στα καταστήματα.
Η λύση ήταν απλή και απολύτως λογική για την εποχή: ανταλλαγή. Η μητέρα της κόλλησε χειρόγραφες αγγελίες στη γειτονιά, προσφέροντας βότκα ή λίγα μετρητά σε όποιον μπορούσε να προμηθεύσει τα απαραίτητα. Ο πατέρας της, ναυτικός, είχε φέρει από τη Γερμανία πέντε λίτρα καθαρό οινόπνευμα 96 βαθμών, ένα προϊόν με τεράστια «αγοραστική δύναμη». Με αυτό εξασφάλισαν πόρτες, σανίδες και ακόμη και τα απαραίτητα μεζεδάκια για το παζάρι.
Για την ίδια, που τότε ήταν παιδί, η διαδικασία δεν έμοιαζε παράξενη. «Όλοι το έκαναν», θυμάται. Σε πολλές περιοχές, ειδικά στην επαρχία, η βότκα είχε αντικαταστήσει το χρήμα. Οι μισθοί δίνονταν σε αλκοόλ, όχι επειδή οι άνθρωποι ήθελαν να πιουν, αλλά επειδή με τα ρούβλια δεν μπορούσες να αγοράσεις σχεδόν τίποτα. Δεν είναι τυχαίο ότι εκείνη την περίοδο τα ρούβλια αποκαλούνταν περιφρονητικά «ξύλινα», άχρηστα σαν υλικό, χωρίς πραγματική αξία.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός έκαναν την κατάσταση ακόμη πιο χαοτική. Πολλά καταστήματα σταμάτησαν να δέχονται εθνικό νόμισμα και προτιμούσαν δολάρια, γερμανικά μάρκα ή βρετανικές λίρες. Όταν η τιμολόγηση σε ξένο νόμισμα απαγορεύτηκε, εμφανίστηκε ένας ιδιότυπος όρος: «υπό όρους μονάδες», δηλαδή τιμές που αντιστοιχούσαν ουσιαστικά σε δολάρια χωρίς να τα λένε έτσι. Μέσα σε αυτό το κενό εμπιστοσύνης προς το χρήμα, η βότκα εξελίχθηκε σε ασφαλές αποθεματικό αξίας, κάτι που δεν χαλούσε, δεν έχανε την ισχύ του και μπορούσε πάντα να ανταλλαχθεί.
Η «υγρή οικονομία» δεν περιοριζόταν στα νοικοκυριά. Εργοστάσια αντάλλασσαν βότκα για πρώτες ύλες, ενώ σε ακραίες περιπτώσεις το ίδιο το κράτος δεχόταν φόρους σε αλκοόλ. Το 1998, σε μια περιοχή της Σιβηρίας, χιλιάδες δάσκαλοι πληρώθηκαν με μπουκάλια βότκας αντί για μισθό. Η αιτιολογία ήταν ωμή αλλά ειλικρινής: η βότκα μπορούσε να πουληθεί ή να ανταλλαχθεί για ψωμί, τα χρήματα όχι.
Στην πραγματικότητα, αυτή η σχέση της Ρωσίας με τη βότκα ως μέσο συναλλαγής δεν ήταν κάτι καινούργιο. Από τον 16ο αιώνα, όταν η απόσταξη σιτηρών απέφερε μεγαλύτερο κέρδος από την πώλησή τους, το ποτό άρχισε να λειτουργεί ως εμπόρευμα υψηλής αξίας και εύκολης μεταφοράς. Στην ύπαιθρο, η εργασία συχνά πληρωνόταν με φαγητό και αλκοόλ, σε ένα σύστημα αμοιβαίας «βοήθειας» που μπορούσε να είναι τόσο κοινοτικό όσο και εκμεταλλευτικό. Για πολλούς εργάτες, η βότκα ήταν το μόνο κομμάτι της αμοιβής που μπορούσε να αποθηκευτεί ή να ανταλλαχθεί αργότερα.
Σήμερα, οι υδραυλικοί και οι τεχνίτες πληρώνονται κανονικά σε χρήμα. Όμως η ιδέα της βότκας ως σταθερής αξίας δεν έχει εξαφανιστεί. Όταν το ρούβλι κατέρρευσε ξανά το 2014, μέσα σε κλίμα κυρώσεων και οικονομικής ανασφάλειας, μια μάρκα βότκας με το όνομα «Ρωσικό Νόμισμα» έγινε από τις πιο δημοφιλείς στη χώρα. Ίσως γιατί, σε περιόδους κρίσης, οι κοινωνίες επιστρέφουν στα πιο απτά μέσα εμπιστοσύνης, κι για τη Ρωσία, αυτό το μέσο ήταν συχνά ένα μπουκάλι βότκα.






