Ο όρος tidsoptimist προέρχεται από τα σουηδικά και περιγράφει εκείνον που πιστεύει υπεραισιόδοξα ότι «έχει χρόνο», με αποτέλεσμα να φτάνει πάντα καθυστερημένος.
Κυριολεκτικά σημαίνει «αισιόδοξος του χρόνου» και έχει μπει για τα καλά στο λεξιλόγιο των Σκανδιναβών για να περιγράψει τους φίλους (ή συναδέλφους) που ποτέ δεν υπολογίζουν σωστά πόση ώρα χρειάζονται.
Σύμφωνα με διεθνείς έρευνες, το φαινόμενο των tidsoptimist αφορά περίπου το 20% του πληθυσμού σε πολλές χώρες. Είναι εκείνοι που ξεκινούν να φτιάχνουν καφέ δέκα λεπτά πριν το ραντεβού ή που νομίζουν ότι «θα προλάβουν» να πεταχτούν στο σούπερ μάρκετ πριν από μια σημαντική συνάντηση. Η αισιοδοξία τους για τον χρόνο καταλήγει σχεδόν πάντα σε καθυστερήσεις.
Στην Ελλάδα, όμως, η ιστορία έχει μια πιο αστεία διάσταση. Εδώ δεν μιλάμε για 20%. Εδώ σχεδόν… οι μισοί Έλληνες είναι tidsoptimist από κούνια! Από το «έρχομαι σε πέντε λεπτά» που σημαίνει «μισή ώρα τουλάχιστον», μέχρι το «ξεκινάμε στις 9» που στην πραγματικότητα σημαίνει «10 και κάτι», η κουλτούρα μας δείχνει ότι η έννοια του χρόνου είναι λίγο πιο «ελαστική». Ο υπογράφων δεν εξαιρείται...
Αν και οι tidsoptimist συχνά προκαλούν νεύρα στους συνεπείς φίλους τους, έχουν και τα θετικά τους. Συνήθως είναι πιο χαλαροί, δεν αγχώνονται εύκολα και βλέπουν τη ζωή με πιο ανάλαφρη διάθεση. Κι αν στην Ελλάδα έχουμε διπλάσιο ποσοστό απ’ ό,τι σε άλλες χώρες, ίσως αυτό να εξηγεί και την ανθεκτικότητα της καθημερινής μας κοινωνικότητας – γιατί τελικά, όλοι ξέρουμε ότι τα ραντεβού «δεν ξεκινούν ποτέ στην ώρα τους».
Ο tidsoptimist, λοιπόν, δεν είναι απλώς ένα σουηδικό λογοπαίγνιο, αλλά μια διεθνής πραγματικότητα – και στην Ελλάδα ίσως ένα πολιτισμικό χαρακτηριστικό. Οπότε, την επόμενη φορά που κάποιος φίλος σου αργήσει στο ραντεβού, μην θυμώσεις: απλώς χαμογέλα και πες του ότι είναι «πιστοποιημένος tidsoptimist».