Αυτός είναι ο πρώτος Έλληνας ηθοποιός που ξεκίνησε να κάνει ταινίες ‑ Ο πρωτοπόρος του σινεμά και του ...κιτς
Αχιλλέας Μαδράς: Από το Παρίσι στον «Μάγο της Αθήνας» και από τη Σάρα Μπερνάρ στο πρώτο ελληνικό σαρδάμ
Δημοσίευση 7/5/2025 | 00:03

Πριν οι ταινίες γίνουν έγχρωμες, πριν υπάρξει ήχος, κανόνες και σενάρια, υπήρξε ο... Αχιλλέας Μαδράς. Ο πρώτος Έλληνας ηθοποιός που δεν έμεινε στη σκηνή, αλλά πήρε την κάμερα στα χέρια του και έγραψε ιστορία – όχι μόνο με τις ταινίες του, αλλά και με τα... λάθη του.
Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1875, ο Μαδράς (γνωστός αρχικά ως Μάρδας ή Achille Mardas) έκανε το μεγάλο θεατρικό ξεκίνημα στο Παρίσι, σπουδάζοντας στο Παρισινό Ωδείο και ανεβαίνοντας στη σκηνή δίπλα στην ίδια τη Σάρα Μπερνάρ. Αντλούσε έμπνευση από το αρχαίο δράμα και ονειρευόταν μια καλλιτεχνική αναγέννηση στην Ελλάδα. Όταν όμως το 1904 δοκίμασε να κατακτήσει το αθηναϊκό κοινό με αποσπάσματα από Αισχύλο, Σαίξπηρ και Ουγκώ, το αποτέλεσμα ήταν… παγερή σιωπή. Επέστρεψε στο Παρίσι, τραυματίστηκε σε μονομαχία με ποιητή (!), παντρεύτηκε την ηθοποιό Ίριδα και συνέχισε να κυνηγά την Τέχνη και το όραμά του.
Ο Αχιλλέας επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα το 1913 και άρχισε να διδάσκει σκηνοθεσία, απαγγελία και… γαλλική προφορά στις καλές οικογένειες της πρωτεύουσας. Παράλληλα έδινε παραστάσεις και περιόδευε σε όλη τη χώρα απαγγέλλοντας Βαλαωρίτη, Καζαντζάκη και Μορεάς. Μελαψός, γκρίζος, πάντα με την ρεμπούμπλικα του, άφηνε τη σφραγίδα του ακόμα και ως μοντέλο σε πίνακες ζωγράφων της εποχής. Όμως το όραμά του για κάτι πιο μεγάλο παρέμενε άσβεστο: τον κινηματογράφο.
Ο πρώτος Έλληνας που... τόλμησε με την κάμερα
Τη δεκαετία του ’20, ο Μαδράς –με το ψευδώνυμο Άλκης Ακύλας– αποφασίζει να φτιάξει τις δικές του ταινίες. Και το κάνει. Γυρίζει τη “Τσιγγάνα”, τη “Μαρία η Πενταγιώτισσα” και τον “Μάγο της Αθήνας”. Με στόχο να μιμηθεί τον βωβό γαλλικό και αμερικανικό κινηματογράφο, αλλά με περιορισμένα μέσα και ακόμα πιο περιορισμένες τεχνικές γνώσεις.
Η “Μαρία η Πενταγιώτισσα” του 1928 ήταν η πρώτη ελληνική υπερπαραγωγή: 1.500 στρατιώτες, τρεις ίλες ιππικού, φουστανέλες, αυθεντικά βασιλικά ρούχα, ανάκτορα, θρόνοι και σκήπτρα. Όμως… οι σκοτωμένοι σηκώνονταν και πολεμούσαν ξανά, οι πυροβολισμοί ήταν βουβοί, και τα αρνιά στο φόντο… μισοφαγωμένα από το συνεργείο. Το αποτέλεσμα; Μια cult εμπειρία που έγραψε ιστορία, όχι για τη δεξιοτεχνία της, αλλά για την αυθεντικότητα της ελληνικής καλλιτεχνικής αφέλειας.
Σαρδάμ πριν το σαρδάμ
Το αποκορύφωμα της "κληρονομιάς" του Αχιλλέα Μαδρά ήρθε… κατά λάθος. Από τις σκηνοθετικές του αστοχίες γεννήθηκε ο όρος “σαρδάμ” – αναγραμματισμός του ονόματός του – τον οποίο πρώτος χρησιμοποίησε ο Βασίλης Αυλωνίτης το 1933 στο θέατρο, όταν μπερδεύτηκε και είπε επί σκηνής “σαρδάμ, σαρδάμ!”. Και κάπως έτσι, ο Μαδράς μπήκε στο ελληνικό λεξιλόγιο. Ανεξίτηλα.
Από τη μικρασιατική καταστροφή… στη μεγάλη οθόνη
Ο Μαδράς δεν δίστασε να καταγράψει με την κάμερά του και την Ιστορία. Το 1922 κινηματογράφησε σκηνές από την τραγωδία των Μικρασιατών προσφύγων, οι οποίες προβλήθηκαν και στις ΗΠΑ ως “ζωντανά ντοκουμέντα” της εθνικής συμφοράς. Πρώτος εκείνος έφερε στη μεγάλη οθόνη το ντοκιμαντέρ, το κοινωνικό δράμα, την επικαιρότητα.
Ο δημοσιογράφος Λυμπερόπουλος τον χαρακτήρισε «πρωτοπόρο του σινεμά αλλά και του κιτς». Και δεν είχε άδικο. Ο Αχιλλέας Μαδράς ήταν ένας εκκεντρικός, παθιασμένος, ασυμβίβαστος πρωτοπόρος – το είδος του καλλιτέχνη που είτε θα λατρέψεις είτε θα κοροϊδέψεις, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να αγνοήσεις.