Πώς γίνεται, ενώ έχουμε σκάσει από το φαί να έχουμε... χώρο για γλυκό;
Τι ακριβώς μας συμβαίνει;
Γράφει η ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΟΥ Δημοσίευση 31/12/2025 | 00:04

Έχετε μόλις τελειώσει ένα μεγάλο, χορταστικό γεύμα. Νιώθετε γεμάτοι, ίσως και λίγο κουρασμένοι, και τότε κάποιος σας λέει "να βγάλω γλυκό"; Kαι εσείς απαντάτε "εννοείται"...
Αυτή η εμπειρία είναι σχεδόν καθολική. Και όχι, δεν έχει να κάνει με έλλειψη αυτοσυγκράτησης. Η επιστήμη έχει εξηγήσεις. Και είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσες απ’ όσο νομίζουμε.
Οι Ιάπωνες έχουν μάλιστα και όρο γι’ αυτό το φαινόμενο: betsubara, που σημαίνει «ξεχωριστό στομάχι». Φυσικά, ανατομικά κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Ωστόσο, η αίσθηση ότι υπάρχει πάντα χώρος για επιδόρπιο είναι τόσο διαδεδομένη, που δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς ψυχολογικό τρικ.
Το στομάχι μας, άλλωστε, δεν είναι ένα άκαμπτο δοχείο. Είναι ευέλικτο. Κατά τη διάρκεια ενός γεύματος ενεργοποιείται ένας μηχανισμός που του επιτρέπει να χαλαρώνει και να αυξάνει τη χωρητικότητά του, χωρίς να προκαλεί έντονη δυσφορία. Έτσι, ακόμη κι όταν νιώθουμε πλήρεις, υπάρχει περιθώριο για κάτι «ελαφρύ».
Και εδώ μπαίνουν στο παιχνίδι τα γλυκά. Μους, παγωτά και κρέμες απαιτούν λιγότερη πέψη σε σύγκριση με ένα λιπαρό ή πρωτεϊνούχο πιάτο. Δεν βαραίνουν το στομάχι με τον ίδιο τρόπο. Το σώμα συνεργάζεται.
Όμως το πιο ισχυρό κέντρο αποφάσεων δεν βρίσκεται στο πεπτικό σύστημα. Βρίσκεται στον εγκέφαλο. Τα γλυκά ενεργοποιούν το σύστημα ανταμοιβής και τη ντοπαμίνη, την ουσία της απόλαυσης. Μπορεί να μην πεινάμε πραγματικά, αλλά θέλουμε να συνεχίσουμε να τρώμε. Αυτή είναι η λεγόμενη ηδονική πείνα.
Υπάρχει και κάτι ακόμη. Ο εγκέφαλος κουράζεται από τις ίδιες γεύσεις. Όταν αλλάζει το γευστικό προφίλ – από αλμυρό σε γλυκό – η όρεξη «ξυπνά» ξανά. Το φαγητό γίνεται και πάλι ενδιαφέρον.
Σε όλα αυτά προστίθεται και ο χρόνος. Οι ορμόνες του κορεσμού χρειάζονται λεπτά για να ενεργοποιηθούν πλήρως. Μέχρι τότε, το επιδόρπιο έχει ήδη μπει στο τραπέζι!






