E-Daily

Η πολυτάραχη ζωή της Σωτηρίας Μπέλλου

Πλήρωσε τα πάθη της και στάθηκε ρεμπέτισσα μέχρι την τελευταία της πνοή

Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

16/3/2017 | 00:07

Ένα ολόκληρο κεφάλαιο της ελληνικής μουσικής, φωνή συνώνυμη του ρεμπέτικου τραγουδιού, η Σωτηρία Μπέλλου έζησε μια ζωή γεμάτη δόξα, συγκινήσεις, πόνο, και δραματικές σκηνές που οι καλύτεροι σεναριογράφοι δεν θα μπορούσαν να αποδώσουν στο χαρτί..

Γεννήθηκε το 1921 σε ένα χωριό της Χαλκίδας, και μεγάλωσε με την αυστηρή γιαγιά της και τον ιερέα παππού της. Οι γονείς φτωχοί βιοπαλαιστές ανέθεσαν την ανατροφή στους παππούδες για ένα καλύτερο μέλλον.

Μια ταινία με τη Σοφία Βέμπο της έβαλε το μικρόβιο να γίνει τραγουδίστρια, κάτι που όπως ήταν φυσικό ήταν ανάρμοστο για την οικογένειά της. Όμως η Μπέλλου δεν άκουγε ποτέ στην λέξη όχι.

Την παντρέψανε με το ζόρι, για να την αποτρέψουν από το τραγούδι. Ο έγγαμος βίος όμως ήταν μαρτύριο για εκείνη. Ο άντρας της ξενυχτούσε καθημερινά, έπινε και όταν του έκανε παράπονα τη χτυπούσε. Όταν ήταν έγκυος, τη χτύπησε τόσο πολύ, που τελικά απέβαλε. Η Μπέλλου έκανε υπομονή και δεν έπαιρνε την απόφαση να χωρίσει. Όταν έμαθε ότι ο σύζυγός της την απατούσε έχασε την ψυχραιμία της και κατά τη διάρκεια ενός καυγά, του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να οδηγηθεί στη φυλακή.

Στιγματίστηκε για πάντα στο χωριό της, διώχθηκε από την οικογένεια της και αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Αθήνα. «Φεύγω, αλλά μια μέρα θα γυρίσω στη Χαλκίδα μεγάλη και τρανή», είπε στους γονείς της. Το τρένο ήταν γεμάτο φαντάρους και ένας στρατιώτης, που την είδε πεινασμένη και ταλαιπωρημένη, της έδωσε μια φρατζόλα ψωμί. Από την ευμάρεια του σπιτιού της, είχε περάσει στην ελεημοσύνη των ξένων.

Τα χρόνια στην Αθήνα δύσκολα, η κατοχή έχει εξαθλιώσει τους πάντες και η Μπέλλου παλεύει για την επιβίωση της. Οργανώθηκε στην Αντίσταση, συνελήφθη από τους Γερμανούς και βασανίστηκε. Όταν δεν ήταν στα κρατητήρια, έπαιζε μουσική με την κιθάρα της, που είχε αγοράσει κάνοντας οικονομία, σε ταβέρνες. Το 1945 έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε στην ταβέρνα του Καλλέργη στα Εξάρχεια. Ένα βράδυ την άκουσε να τραγουδά, ο Βασίλης Τσιτσάνης. 

Αμέσως γίνεται νούμερο 1 γυναικεία φωνή στην Αθήνα, η χροιά της καθηλώνει, το πάθος και η μαγκιά της κερδίζει το σεβασμό της ανδροκρατούμενης νύχτας. Εκατοντάδες ιστορίες που το αντριλίκι της ξεπερνούσε τους συναδέλφους της. Δηλωμένη αριστερή, μια νύχτα ενώ τραγουδούσε σε νυχτερινό κέντρο μια ομάδα κακοποιών εισήλθαν στο μαγαζί που τραγουδούσε και της ζήτησαν να τραγουδήσει το “Του αητού ο γιός”, σύμβολο των βασιλοφρόνων και παρακρατικών. Όταν η Σωτηρία αρνήθηκε, της επιτέθηκαν και την ξυλοκόπησαν άγρια αποκαλώντας την «Βουλγάρα» (Κομμουνίστρια), ενώ οι μουσικοί της δεν τόλμησαν να σηκωθούν από τις καρέκλες τους.

Δήλωσε ομοφυλόφιλη σε εποχές όπου κάτι τέτοιο ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Έζησε με πάθη, νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρείο, εθίστηκε στο τζόγο και το αλκοόλ, ήταν αυτοκαταστροφική, πάντα έλεγε πως τα λάθη μας τα πληρώνουμε τις μετρητοίς και επί τόπου.

Έχασε στα ζάρια όλη τη περιουσία της, αναγκάστηκε να πουλήσει ότι απέμεινε για να ζήσει, χτυπήθηκε από τον καρκίνο στο λάρυγγα, έχασε τη φωνή της και απεβίωσε μόνη της και ξεχασμένη. Το μεγαλείο του ήθους της, δείχνει ότι παρότι το πάθος της είχε δηλώσει «θα τα παίξω όλα, αφού πρώτα προικίσω την ανιψιά μου», η οικογένεια της την είχε εγκαταλείψει αλλά αυτή φρόντισε να τους αποκαταστήσει.