Στις νότιες πλαγιές του Γράμμου, εκεί όπου οι οξιές υψώνονται σαν πέτρινοι φρουροί και οι δρόμοι μοιάζουν περισσότερο με μονοπάτια, βρίσκεται το πιο ορεινό χωριό της Ελλάδας, η Αετομηλίτσα. Ένα βλαχοχώρι που ζει με τον ρυθμό των εποχών, ξυπνά την άνοιξη και πέφτει σε «χειμερία νάρκη» μόλις φτάσει ο Οκτώβρης.
Για τους κατοίκους της, η ζωή είναι συνυφασμένη με την κίνηση. Όλοι σχεδόν είναι κτηνοτρόφοι που ακολουθούν ακόμη την παραδοσιακή «βλαχόστρατα»: κάθε φθινόπωρο εγκαταλείπουν τον Γράμμο για τα χειμαδιά της Λάρισας και της Μακεδονίας, και κάθε άνοιξη επιστρέφουν στα βουνά τους, στα πατρικά καλύβια και στα λιβάδια που μοσχοβολούν θυμάρι.
Η μετακίνηση δεν αφορά μόνο τους ανθρώπους και τα κοπάδια. Ακόμη και το κοινοτικό γραφείο αλλάζει τόπο: τους θερινούς μήνες λειτουργεί στην κεντρική πλατεία, σε ένα πέτρινο κτίριο με θέα τις κορφές του βουνού, τον χειμώνα, μεταφέρεται στη Λάρισα, ακολουθώντας τη ροή της ζωής των κατοίκων.
Όταν το χιόνι σκεπάζει το χωριό, μένουν πίσω μόλις δύο άνθρωποι, ένας ηλικιωμένος συνταξιούχος και ένας Αλβανός εργάτης, που φρουρούν τα σπίτια και τα ζώα εκ μέρους των συγχωριανών. Είναι οι μοναδικοί «χειμερινοί φρουροί». Τα σπίτια κλειδωμένα, τα παράθυρα σφραγισμένα με λαμαρίνες, οι δρόμοι άδειοι.
Στο καφενείο, τις τελευταίες μέρες πριν φύγουν και οι τελευταίοι κάτοικοι, οι κουβέντες περιστρέφονται γύρω από τα ζώα και τις ζωοκλοπές. Μόνο τον τελευταίο χρόνο, χάθηκαν δεκάδες άλογα και αγελάδες, θύματα των αφύλακτων περασμάτων στα σύνορα με την Αλβανία.
Τα βοσκοτόπια της Αετομηλίτσας εκτείνονται σε περισσότερα από 45.000 στρέμματα. Εκεί βόσκουν περίπου 12.000 ζώα, γίδια, πρόβατα και αγελάδες. Η κτηνοτροφία είναι η ψυχή του τόπου, και μαζί της ευδοκιμούν και τα προϊόντα που τον κρατούν ζωντανό: το βλάχικο μανούρι, γνωστό ως «ούρδα», και τα αγνά, πλούσια σε γεύση κρέατα που φτάνουν ως τα Γιάννενα και τη Θεσσαλονίκη.
Μέχρι το 1929, το χωριό ήταν γνωστό ως Ντένισκο, «προσήλιο» στα σλάβικα, όνομα που μαρτυρούσε τη γεωγραφική του θέση, πάντα στραμμένο προς τον ήλιο. Σήμερα, η Αετομηλίτσα παραμένει το βορειότερο χωριό του νομού Ιωαννίνων, σε απόσταση αναπνοής από τα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Ο οικισμός, σκαρφαλωμένος σε υψόμετρο από 1.380 μέχρι και 1.490 μέτρων, ξαναχτίστηκε σχεδόν από την αρχή μετά το 1960, πάνω στα αποκαΐδια που άφησε πίσω του ο Εμφύλιος. Από τότε, με τα καλντερίμια, τα πέτρινα τοιχία και τις πλακόστρωτες αυλές του, μοιάζει να κρατά κάτι από την ψυχή της Πίνδου, την ομορφιά, τη σκληράδα και τη σιωπή της.
Ένα χωριό που για μισό χρόνο ανήκει στους ανθρώπους και για τον άλλο μισό, στα βουνά.







