Guardian για την υπόθεση Έπσταϊν: «Θάψιμο της υπόθεσης Έπσταϊν με δόσεις» – «Πώς θόλωσαν τις σχέσεις με τον Τραμπ»
Επιλεκτικές αποκαλύψεις και νέος γύρος πολιτικής σύγκρουσης στις ΗΠΑ
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 20/12/2025 | 19:08

Μία ημέρα μετά τη δημοσιοποίηση μέρους των αρχείων που αφορούν τον Τζέφρι Έπσταϊν, η πολιτική αντιπαράθεση στις Ηνωμένες Πολιτείες κλιμακώνεται. Αναλυτές και πολιτικοί κατηγορούν το υπουργείο Δικαιοσύνης ότι χειρίστηκε σκόπιμα τη διαδικασία, με τρόπο που θολώνει τις σχέσεις ισχυρών προσώπων με τον καταδικασμένο για σeξουαλικά εγκλήματα χρηματιστή.
Στο επίκεντρο των επικρίσεων βρίσκεται κυρίως ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και το κατά πόσο το όνομά του εμφανίζεται ή αποκρύπτεται στους φακέλους.
Σύμφωνα με άμεση ανάλυση του The Guardian, το υπουργείο Δικαιοσύνης εξάντλησε το νόμιμο χρονικό περιθώριο πριν προχωρήσει στη δημοσιοποίηση, ακολουθώντας μια γνώριμη τακτική της Ουάσινγκτον: την ανακοίνωση «δυσάρεστων ειδήσεων» αργά την Παρασκευή, ώστε να περιοριστεί η δημόσια συζήτηση μέσα στο Σαββατοκύριακο. Παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις για εκατοντάδες χιλιάδες έγγραφα, τελικά δόθηκαν στη δημοσιότητα χιλιάδες σελίδες, πολλές από τις οποίες ήταν βαριά ή πλήρως λογοκριμένες.
Στο υλικό που δημοσιοποιήθηκε δεν υπήρχε ουσιαστική αναφορά στον Τραμπ, γεγονός που προκάλεσε ερωτήματα, καθώς –σύμφωνα με δημοσιεύματα– η γενική εισαγγελέας Pam Bondi φέρεται να τον είχε ενημερώσει νωρίτερα μέσα στη χρονιά ότι το όνομά του περιλαμβάνεται στους φακέλους. Αντίθετα, φωτογραφίες και έγγραφα που αφορούν τον πρώην πρόεδρο Μπιλ Κλίντον προβλήθηκαν έντονα από φιλοκυβερνητικούς λογαριασμούς και κυβερνητικά στελέχη στα κοινωνικά δίκτυα, τροφοδοτώντας κατηγορίες για επιλεκτική ανάδειξη στοιχείων.
Ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Τοντ Μπλανς υποστήριξε ότι η δημοσιοποίηση θα συνεχιστεί «σταδιακά» τις επόμενες εβδομάδες, επικαλούμενος την ανάγκη προστασίας των θυμάτων. Ωστόσο, επικριτές επισημαίνουν ότι η επιλογή της χρονικής συγκυρίας, εν μέσω εορτών, περιορίζει περαιτέρω το δημόσιο ενδιαφέρον και ευνοεί τη φθορά της προσοχής της κοινής γνώμης.
Οι αντιδράσεις δεν περιορίστηκαν στην αντιπολίτευση. Ο Ρεπουμπλικανός βουλευτής Τόμας Μάσι χαρακτήρισε τη διαδικασία «κατάφωρη παραβίαση» του νόμου για την πλήρη διαφάνεια, τον οποίο είχε συνυπογράψει. Από την πλευρά των Δημοκρατικών, η Alexandria Ocasio-Cortez μίλησε ανοιχτά για συγκάλυψη και ζήτησε την παραίτηση της Pam Bondi.
Ο εκπρόσωπος του Κλίντον, απαντώντας στη δημοσιότητα παλαιών φωτογραφιών, κατηγόρησε τον Λευκό Οίκο για αποπροσανατολισμό από το βασικό ερώτημα: τι περιέχουν οι φάκελοι που δεν έχουν ακόμη δοθεί στη δημοσιότητα και αν αυτοί αφορούν τον ίδιο τον Τραμπ. Υπενθύμισε ότι οι φωτογραφίες χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1990 και τις αρχές του 2000, πριν από την πρώτη σύλληψη του Έπσταϊν, και ότι ο Κλίντον δεν έχει κατηγορηθεί ποτέ από επιζώντες για παράνομες πράξεις.
Στα αρχεία που δημοσιοποιήθηκαν περιλαμβάνονται επίσης γνωστά πρόσωπα, όπως ο Άντριου Μάουντμπάτεν-Ουίνδσορ, ο Μικ Τζάγκερ και ο Μάικλ Τζάκσον. Τονίζεται, πάντως, ότι η αναφορά ή απεικόνιση κάποιου στα αρχεία δεν συνιστά ένδειξη παρανομίας, καθώς πολλοί από όσους κατονομάζονται έχουν αρνηθεί κάθε εμπλοκή σε παράνομες δραστηριότητες.
Καθώς οι αποκαλύψεις συνεχίζονται με «σταγονόμετρο», το πολιτικό συμπέρασμα για πολλούς παρατηρητές είναι σαφές: η υπόθεση Έπσταϊν δεν κλείνει. Αντίθετα, μετατίθεται χρονικά με τρόπο που –σύμφωνα με τους επικριτές– εξυπηρετεί την κυβέρνηση και αποδυναμώνει τη δημόσια λογοδοσία, αφήνοντας ανοιχτά κρίσιμα ερωτήματα για όσα παραμένουν ακόμη στο σκοτάδι.






