Δοκιμές για το «νέο Κονκόρντ» που θα κάνει το ταξίδι Λονδίνο‑Ν. Υόρκη σε τρεις ώρες
Μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα διπλάσια εκείνης των εμπορικών αεροσκαφών
Δημοσίευση 27/9/2017 | 12:02
Τις δοκιμές ενός αεροσκάφους-μινιατούρας ενός νέου υπερηχητικού τζετ, που αποκαλείται «νέο Κονκόρντ» άρχισε η NASA.
To “QueSST”, όπως αποκαλείται, μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα διπλάσια εκείνης των εμπορικών αεροσκαφών και θα μπορούσε να μεταφέρει επιβάτες από τη Νέα Υόρκη στο Λονδίνο σε μόλις τρεις ώρες!
Παράλληλα είναι πολύ λιγότερο θορυβώδες από το Concorde, μειώνοντας την ηχορύπανση, που ήταν από τους βασικούς λόγους κατάργησης του εμβληματικού αεροσκάφους. Μέχρι στιγμής η NASA και η Lockheed Martin έχουν επενδύσει κάπου 390 εκατομμύρια δολάρια στο project και πιστεύουν ότι οι πρώτες δοκιμαστικές πτήσεις του QueSST θα μπορούσαν να γίνουν το 2021.
Η αμερικανική διαστημική υπηρεσία δοκίμασε με επιτυχία σε αεροσήραγγα μια νέα υπερηχητική τεχνολογία, η οποία, όπως θεωρεί, μπορεί να ενσωματωθεί σε εμπορικά αεροσκάφη. Η τεχνολογία αυτή ελαχιστοποιεί τον κρότο από τη ρήξη του φράγματος του ήχου και θα μπορούσε να καταστήσει σχεδόν αθόρυβα τα αεροσκάφη όταν θα πετούν πάνω από κατοικημένες περιοχές.
Το νέο αεροσκάφος θα μπορεί στις κανονικές του διαστάσεις να πετά στα 55.000 πόδια - 25.000 πόδια ψηλότερα από το στάνταρ ύψος πτήσης- και το επίπεδο του θορύβου που θα παράγει θα φθάνει το πολύ τα 65 ντεσιμπέλ -από τα 90 και πλέον του Concorde- δηλαδή όσο κι ένα μεγάλο αυτοκίνητο που κινείται στον αυτοκινητόδρομο.
«Φθάνουμε τώρα σε εκείνα τα επίπεδα, που θα μπορούσαν να είναι αποδεκτά από το κοινό», είπε ο Πίτερ Ιωσηφίδης, υπεύθυνος προγράμματος σχεδιασμού της Lockheed Martin, που κατασκεύασε τη μινιατούρα της NASA.
«Οι υπερηχητικές πτήσεις προσφέρουν τη δυνατότητα βελτίωσης της ποιότητας ζωής σ’ όσους πετούν μειώνοντας σημαντικά το χρόνο του ταξιδιού», υπογραμμίζει ο εκπρόσωπος της NASA, Πίτερ Κοέν. «Βραχυπρόθεσμα η ανάπτυξη “αθόρυβης” υπερηχητικής πτητικής τεχνολογίας χρειάζεται την υποστήριξη, το ενδιαφέρον και την εμπλοκή των κατασκευαστών ώστε να διασφαλιστεί ότι ο παραγόμενος θόρυβος θα είναι σε αποδεκτά επίπεδα» για όσους θα βρίσκονται στο έδαφος.
Την έναρξη κατασκευής οκτώ πρωτότυπων φραγμάτων κατά μήκος των συνόρων με το Μεξικό -βασική προεκλογική δέσμευση του Ντόναλντ Τραμπ- ανακοίνωσε η αμερικανική κυβέρνηση.
Τέσσερα εξ’ αυτών θα κατασκευαστούν με σκυρόδεμα και τα υπόλοιπα με άλλα υλικά, όπως αναφέρει η αρμόδια Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας Συνόρων. Το σχέδιο προβλέπει την δοκιμαστική ανέγερση τείχους κοντά στο Σαν Ντιέγκο.
Εργάτες άρχισαν ήδη την κατασκευή, υπό ισχυρή αστυνομική προστασία, στην περιοχή Otay Mesa, μια από τις τρεις κύριες πύλες εισόδου στη μητροπολιτική περιοχή Σαν Ντιέγκο – Τιχουάνα.
Τα φράγματα αυτά θα έχουν ύψος έως εννέα μέτρα και μήκος έως 10 και η κατασκευή τους αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός ενός μήνα.
Αξιωματούχοι θα κρίνουν το τρίμηνο που θα ακολουθήσει την αποτελεσματικότητα των πρωτότυπων φραγμάτων και την ανθεκτικότητά τους στη διείσδυση με μικρά εργαλεία. Στο τελικό σχέδιο θα ενσωματωθούν κάμερες και αισθητήρες.
Κάθε πρωτότυπο φράγμα θα κοστίσει μέχρι 450.000 δολάρια, ποσά που θα προέλθουν από τα κρατικά ταμεία. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, δεν υπάρχει συμφωνία για το αρχικό ενάμιση δισ δολάρια που ζήτησε ο Ντόναλντ Τραμπ από το Κογκρέσο για την έναρξη κατασκευής του τελικού τείχους.
Στη διάρκεια της εκστρατείας του ο Τραμπ επέμενε ότι το λογαριασμό θα πληρώσει το Μεξικό.
Τέσσερις κατασκευαστικές εταιρείες επελέγησαν για την οικοδόμηση των πρωτοτύπων, αλλά το τελικό τείχος θα συνδυάζει πιθανότατα διάφορα χαρακτηριστικά από τα προτεινόμενα πρωτότυπα σχέδια.
Ο Τραμπ έχει πει ότι κάποια τμήματα του τείχους θα μπορούσαν να είναι see-through, ώστε να μην πέφτουν στα κεφάλια των Αμερικανών συνοροφυλάκων σάκοι με ναρκωτικά που θα εκτοξεύονται από την άλλη πλευρά των συνόρων. Ενώ πρότεινε κάποια τμήματα να καλύπτονται με ηλιακά πάνελ.
Ωστόσο, ο Γενικός Εισαγγελέας της Καλιφόρνια προσπαθεί να εμποδίσει την ανέγερση του τείχους. Σε μήνυση που κατέθεσε την περασμένη εβδομάδα σε ομοσπονδιακό δικαστήριο στο Σαν Ντιέγκο, υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση Τραμπ υπερέβη τις αρμοδιότητές της παραβλέποντας τις διατάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος και άλλους νόμους.