Αντικαταθλιπτικά: Νέα έρευνα ρίχνει φως στις παρενέργειες ‑ Δείτε ποια επηρεάζουν βάρος, πίεση και παλμούς
Μεγάλη μελέτη αποκαλύπτει: Πώς διαφέρουν πραγματικά τα αντικαταθλιπτικά μεταξύ τους
Δημοσίευση 23/10/2025 | 00:36

Για πρώτη φορά, μια τεράστια διεθνής μελέτη αποκάλυψε κάτι που λίγοι γνώριζαν: τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα μπορεί να διαφέρουν δραματικά μεταξύ τους ως προς τις παρενέργειες που προκαλούν — από το βάρος, μέχρι τους παλμούς και την αρτηριακή πίεση.
Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από το King’s College London και το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ανέλυσε 151 κλινικές δοκιμές με περισσότερους από 58.500 ασθενείς, και δημοσιεύτηκε στο έγκριτο περιοδικό The Lancet.
Τα ευρήματα είναι αποκαλυπτικά: ορισμένα φάρμακα προκάλεσαν αύξηση βάρους έως δύο κιλά σε μόλις οκτώ εβδομάδες, ενώ άλλα οδήγησαν σε μεταβολές καρδιακών παλμών έως και 21 σφίξεις το λεπτό.
- Η αγομελατίνη, για παράδειγμα, συσχετίστηκε με απώλεια 2,4 κιλών, ενώ η μαπροτιλίνη με αύξηση σχεδόν 2 κιλών στο ίδιο διάστημα.
- Η φλουβοξαμίνη επιβράδυνε τους παλμούς, ενώ η νορτριπτυλίνη τους αύξανε θεαματικά.
- Η διαφορά στην αρτηριακή πίεση μεταξύ νορτριπτυλίνης και δοξεπίνης έφτασε τα 11 mmHg — διακύμανση με σαφή κλινική σημασία.
Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι αυτές οι αποκλίσεις δεν είναι «λεπτομέρειες», αλλά παράγοντες που επηρεάζουν σοβαρά τη συνολική υγεία και τη συμμόρφωση των ασθενών στη θεραπεία τους. «Ακόμα και μικρές αλλαγές έχουν τεράστιο αντίκτυπο όταν μιλάμε για εκατομμύρια ανθρώπους», σχολίασε ο καθηγητής Όλιβερ Χάους.
Η μελέτη δείχνει επίσης ότι η επιλογή αντικαταθλιπτικού πρέπει να γίνεται εξατομικευμένα, με βάση τις σωματικές ανάγκες και τα προϋπάρχοντα προβλήματα κάθε ασθενούς.
Για παράδειγμα:
- Άτομα που ανησυχούν για αύξηση βάρους ίσως προτιμήσουν την αγομελατίνη ή τη σερτραλίνη.
- Όσοι έχουν υπέρταση, καλό είναι να αποφεύγουν φάρμακα όπως η βενλαφαξίνη ή η νορτριπτυλίνη.
- Σε περιπτώσεις υψηλής χοληστερίνης, πιο «ουδέτερες» επιλογές θεωρούνται η σιταλοπράμη και η εσιταλοπράμη.
Οι ερευνητές τονίζουν πως κανένα αντικαταθλιπτικό δεν είναι «καλό» ή «κακό» από μόνο του· κάθε σκεύασμα έχει διαφορετικά πλεονεκτήματα.
Το σημαντικό, λένε, είναι οι ασθενείς να μην διακόπτουν ποτέ τη θεραπεία μόνοι τους, αλλά να συζητούν με τον γιατρό τους το φάρμακο που ταιριάζει καλύτερα στο σώμα και την ψυχολογία τους.