Οι άγριοι διάβολοι της Τασμανίας μπορούν να βρεθούν μόνο στην Τασμανία. Ζουν σε όλη την Τασμανία στα περισσότερα τοπία, συμπεριλαμβανομένης της άγριας φύσης, των εθνικών πάρκων, των δασών, των γεωργικών εκτάσεων και των ακτών.
Εκατοντάδες χρόνια πριν, οι διάβολοι της Τασμανίας όχι μόνο ζούσαν στην Τασμανία, αλλά και στην ηπειρωτική Αυστραλία. Το γνωρίζουμε αυτό από απολιθώματα που έχουν βρεθεί. Εξαφανίστηκαν στην Αυστραλία πριν από περίπου 3.000 χρόνια.
Με μέγεθος μικρού σκύλου, ο διάβολος της Τασμανίας έγινε το μεγαλύτερο σαρκοφάγο μαρσιποφόρο στον κόσμο μετά την εξαφάνιση του Θυλακίνου το 1936. Χαρακτηρίζεται από τη γεροδεμένη και μυώδη σωματική του διάπλαση, το μαύρο τρίχωμα, την έντονη οσμή, το εξαιρετικά δυνατό και ενοχλητικό στριγκλίδισμα, την οξεία αίσθηση της όσφρησης και την αγριότητα όταν τρώει. Το μεγάλο κεφάλι και ο λαιμός του διαβόλου της Τασμανίας του επιτρέπουν να δημιουργεί από τα πιο δυνατά δαγκώματα ανά μονάδα σωματικής μάζας από οποιοδήποτε υπάρχον αρπακτικό χερσαίο θηλαστικό. Κυνηγάει θηράματα και τρέφεται με ψοφίμια.
Πέραν από αυτά ωστόσο, η ζωή του ξεκινά με μια σκληρή αλήθεια, που δείχνει την επιβίωση του δυνατότερου στη φύση. Οι μητέρες διάβολοι της Τασμανίας είναι έγκυες για περίπου 21 ημέρες. Η μητέρα μπορεί να γεννήσει 20-40 μικρά, τα οποία έχουν περίπου το μέγεθος ενός κόκκου ρυζιού το καθένα. Ωστόσο, έχει μόνο τέσσερις θηλές, οπότε πρόκειται για έναν αγώνα δρόμου για τα μικρά, με τα πρώτα τέσσερα να κερδίζουν μια ευκαιρία επιβίωσης.
Τα υπόλοιπα έχουν από πολύ λίγες έως μηδαμινές ελπίδες να επιβιώσουν. Δεκάδες μικρά πεθαίνουν πριν καν ακόμα καταφέρουν να ζήσουν. Και αυτό ακούγεται και σκληρό και άδικο για τους μικρούς διαβόλους της Τασμανίας.