Politico: Το Pfizergate δοκιμάζει τη Φον ντερ Λάιεν
Το Δικαστήριο της ΕΕ αποφασίζει για τα «κρυφά» μηνύματα με τον Μπουρλά
Δημοσίευση 12/5/2025 | 18:55

Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν βρίσκεται αυτή την εβδομάδα ενώπιον της πιο καθοριστικής δοκιμασίας της προεδρίας της στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς το Γενικό Δικαστήριο της Ε.Ε. ανακοινώνει την απόφασή του για την υπόθεση των μηνυμάτων που αντάλλαξε με τον CEO της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για το συμβόλαιο προμήθειας έως και 1,8 δισεκατομμυρίων δόσεων εμβολίου κατά της Covid-19.
Η υπόθεση -γνωστή ως «Pfizergate»- έχει μετατραπεί σε πολιτικό και θεσμικό ζήτημα πρώτου μεγέθους, καθώς το Δικαστήριο θα αποφασίσει αν η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές διαφάνειας, αρνούμενη να δώσει στη δημοσιότητα το περιεχόμενο των μηνυμάτων, τα οποία δεν έχουν ποτέ επισήμως αρχειοθετηθεί. Στο επίκεντρο βρίσκεται το ερώτημα αν τα γραπτά μηνύματα που αφορούν πολιτικές αποφάσεις συνιστούν επίσημα έγγραφα – άρα και δημόσια προσβάσιμα.
Όπως σημειώνει το Politico, το ιστορικό της υπόθεσης ξεκινά από συνέντευξη του Μπουρλά στους New York Times τον Απρίλιο του 2021, όπου αποκάλυψε προσωπική ανταλλαγή sms με τη φον ντερ Λάιεν, η οποία «δημιούργησε βαθιά εμπιστοσύνη». Η συμφωνία, που υπογράφηκε τον Μάιο του 2021, προέβλεπε αρχική αγορά 900 εκατομμυρίων δόσεων και δυνατότητα αγοράς άλλων τόσων.
Οι New York Times, μέσω της επικεφαλής ανταποκρίτριάς τους στις Βρυξέλλες, υπέβαλαν αίτημα δημοσιοποίησης των μηνυμάτων, το οποίο απορρίφθηκε. Η Ευρωπαία Διαμεσολαβήτρια, Εμιλυ Ο'Ράιλι, χαρακτήρισε την άρνηση αυτή «κακοδιοίκηση» και «καμπανάκι για τη θεσμική διαφάνεια», ενώ επέκρινε την πρόεδρο της Κομισιόν για «κουλτούρα συγκάλυψης» και απουσία από τη μόνη ακροαματική διαδικασία που πραγματοποιήθηκε μέχρι σήμερα. «Ήταν ο ελέφαντας που δεν βρισκόταν στο δωμάτιο», είπε χαρακτηριστικά.
Η ίδια η Κομισιόν δεν έχει σχολιάσει δημόσια, επικαλούμενη την εκκρεμοδικία. Κατά την ακροαματική διαδικασία στο δικαστήριο του Λουξεμβούργου τον περασμένο Νοέμβριο, οι νομικοί εκπρόσωποι της Κομισιόν παραδέχθηκαν — για πρώτη φορά — την ύπαρξη των μηνυμάτων, προκαλώντας την ειρωνεία των παρευρισκομένων και τη δυσαρέσκεια των δικαστών. Οι τελευταίοι επέκριναν την ασάφεια των απαντήσεων και την απουσία «επαρκών και επιμελών ενεργειών» για να εντοπιστούν τα sms. Δεν ήταν σαφές αν ζητήθηκαν εξηγήσεις από τη φον ντερ Λάιεν, αν ελέγχθηκε το τηλέφωνό της ή αν ελήφθησαν λογαριασμοί δεδομένων.
Η δικηγόρος των New York Times Μποντίνε Κλούστρα χαρακτήρισε «απογοητευτική» την προετοιμασία της Επιτροπής, σημειώνοντας: «Δεν ξέρουμε τι απέγινε το κινητό της προέδρου, ούτε αν χρησιμοποιήθηκαν εφαρμογές όπως το Signal, ούτε πού ακριβώς έγινε η αναζήτηση».
Η υπόθεση αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα λόγω του γεγονότος ότι η φον ντερ Λάιεν ηγείται του θεσμού που έχει ως αποστολή την εφαρμογή των ευρωπαϊκών κανόνων — συμπεριλαμβανομένων των κανόνων διαφάνειας. Η απόφαση του Δικαστηρίου θα μπορούσε να πλήξει τη θεσμική αξιοπιστία της Επιτροπής, τη στιγμή που η πρόεδρος ξεκίνησε τη δεύτερη της θητεία, πριν λίγους μήνες, με έμφαση στη θεσμική ακεραιότητα και τον «εκσυγχρονισμό της διακυβέρνησης».
Την ίδια στιγμή, ο Ευρωπαϊκός Εισαγγελέας (EPPO) διεξάγει έρευνα για την προμήθεια των εμβολίων, με την επικεφαλής Λάουρα Κοντρούτσα Κοβέσι να επιβεβαιώνει ότι έχουν ήδη κληθεί αξιωματούχοι της Επιτροπής για καταθέσεις σχετικά με το πώς διαπραγματεύτηκαν οι συμφωνίες.
Η πίεση αυξάνεται και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η ευρωβουλευτής των Πρασίνων Τίλι Μέτς, η οποία συμμετείχε στην προσφυγή κατά της Επιτροπής για τη λογοκρισία των συμβολαίων με τις φαρμακευτικές εταιρείες, δήλωσε ότι η φον ντερ Λάιεν «είτε καθοδηγείται λάθος είτε αρνείται τη διαφάνεια για πολιτικούς λόγους». Ανέφερε ότι η εμπιστοσύνη του κοινού δεν μπορεί να χτιστεί χωρίς διαφάνεια, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για δημόσια υγεία και συμφωνίες πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ.
Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου δεν θα αφορά μόνο μία πολιτική φιγούρα. Θα αποτελέσει, όπως λένε παρατηρητές, ορόσημο για τη θεσμική διαφάνεια στην Ε.Ε. και θα καθορίσει κατά πόσο οι κορυφαίοι αξιωματούχοι της Ένωσης υπόκεινται στους ίδιους κανόνες λογοδοσίας με τους υπόλοιπους.